- ευποιώ
- εὐποιῶ, -έω (ΑΜ)«εὖ ποιῶ», ευεργετώ κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευποιώ. Σύνθετο εκ συναρπαγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐποιῶ — εὐποιέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐποιέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) εὐποιός masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευποίημα — εὐποίημα, τὸ (Α) [ευποιώ] η ευεργεσία … Dictionary of Greek
ευποίησις — εὐποίησις, ἡ (Μ) [ευποιώ] η ευποιία … Dictionary of Greek
ευποίητος — εὐποίητος και εϋποίητος, ον (Α) [ευποιώ] ο καλά κατασκευασμένος («ἀμφὶ πύλῃς εὐποιήτησι», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κατευποιώ — κατευποιῶ, έω (Μ) (επιτ. τ. τού ευποιώ) κάνω μεγάλο καλό, κατευεργετώ* … Dictionary of Greek